αφρόγαλα

αφρόγαλα
αφρόγαλο τό прям. , перен. сливки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αφρόγαλα" в других словарях:

  • αφρόγαλα — αφρόγαλα, το και αφρόγαλο, το ανθόγαλα, καϊμάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφρόγαλα — και αφρόγαλο, το (Α ἀφρόγαλα) η κρούστα από βούτυρο που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, το καϊμάκι νεοελλ. το εκλεκτότερο τμήμα ενός πράγματος, ο αφρός …   Dictionary of Greek

  • Schneemilch, die — Die Schneemilch, plur. car. bey den Köchen, süßer Milchrahm welcher mit etwas Eyweiß vermischt, mit einem Rüthchen zu einem Schaume geschlagen wird, da er denn in der Schüssel dem Schnee gleicht; Schneemuß, Schwed. Snömos, Franz. Crême battuë,… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • ανθόγαλα — και ανθόγαλο, το 1. ουσία λιπαρή και αφρώδης που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος προτού βράσει, αφρόγαλα, καϊμάκι 2. λιπαρή κρούστα, πέτσα στην επιφάνεια του γάλακτος μετά τον βρασμό …   Dictionary of Greek

  • αφρός — Η συνάθροιση μικροσκοπικών φυσαλίδων που σχηματίζονται στην επιφάνεια του νερού ή άλλων υγρών, εξαιτίας διαφόρων αιτιών. Είναι μία κολλοειδής αιώρηση ενός αερίου μέσα σε ένα υγρό. Για να σχηματιστεί α. στην επιφάνεια του νερού, για παράδειγμα,… …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… …   Dictionary of Greek

  • καϊμάκι — το 1. λεπτό πηχτό σώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τού γάλακτος, ανθόγαλα, αφρόγαλα, κρέμα 2. το πυκνό αφρώδες επίστρωμα που σχηματίζεται κατά το βράσιμο τού ελληνικού καφέ 3. μτφ. το καλύτερο μέρος κάθε πράγματος, ο αφρός, το άνθος. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»